χρειώδη

χρειώδη
χρειώδης
needful
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
χρειώδης
needful
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
χρειώδης
needful
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναγκαιώ — ( όω) [αναγκαίος] 1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι 2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη …   Dictionary of Greek

  • εξάρτιση — η (AM ἐξάρτισις) [εξαρτίζω] μσν. νεοελλ. εφοδιασμός με τα χρειώδη, εξοπλισμός πλοίου μσν. τμήμα ναυστάθμου όπου ναυπηγούνται ή επισκευάζονται πλοία αρχ. (για πολεμική μηχανή) προετοιμασία για βολή …   Dictionary of Greek

  • κιστοφόρος — Ασημένιο νόμισμα πολλών αρχαιοελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας. Στη μία πλευρά του απεικόνιζε τη μυστική διονυσιακή κίστη, απ’ όπου αναπηδούσε ένα φίδι μέσα από ένα στεφάνι φτιαγμένο με κισσό ή δάφνη, και στην άλλη ένα τόξο μέσα στη θήκη του,… …   Dictionary of Greek

  • κοντοβολεύω — με δυσκολία βολεύω τα πράγματα, εξοικονομώ δύσκολα τα χρειώδη, τά κουτσοκαταφέρνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + βολεύω] …   Dictionary of Greek

  • χρειώδης — ες / χρειώδης, ῶδες, ΝΑ [χρεία] χρήσιμος, αναγκαίος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”